Ο Τομεάρχης Αθλητισμού και βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Προοδευτική Συμμαχία, Θάνος Μωραΐτης, κατά την εισήγησή του στη συνεδρίαση της Επιτροπής για το Νομοσχέδιο του Υπουργείου Πολιτισμού κι Αθλητισμού, επεσήμανε πως «τον κ. Αυγενάκη συνοδεύει πλέον ένα αρνητικό πρόσημο γύρω από την προσπάθειά του να χειραγωγήσει και να ελέγξει το αθλητικό κίνημα».
Ανέφερε ότι «αν πραγματικά ήθελε η κυβέρνηση να ‘σπάσει αυγά’, αν πραγματικά ήθελε να έρθει σε ρήξη με συμφέροντα, θα έπαιρνε στο νομοσχέδιο αυτό γενναίες αποφάσεις» και χαρακτήρισε το νομοσχέδιο «άτολμο και δέσμιο των συμφερόντων που το κρατούν καθηλωμένο».
Χαρακτηριστικά είπε:
«Καμία ρήξη με τις παθογένειες, την αδιαφάνεια και τη διαφθορά.
Μόνο – για άλλη μια φορά – είναι παρούσα η αγωνία άσκησης ελέγχου από τον Υπουργό».
Αναφορικά με το ιδιώνυμο, τόνισε πως «έχει δοκιμαστεί κι έχει αποτύχει», ενώ, αναφορικά με τη δημιουργία μιας Ανεξάρτητης Αρχής, επεσήμανε ότι, «ενώ το νομοσχέδιο του κ. Αυγενάκη περιγράφει τη δημιουργία μίας τέτοιας, που δεν υπόκειται στον έλεγχο του Υπουργού, στην πραγματικότητα καταργεί ακριβώς αυτό το στοιχείο, αφού τα μέλη της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού διορίζονται από τον Υπουργό και τα οικονομικά της εξαρτώνται άμεσα από τον προϋπολογισμό του Υπουργείου – μην έχοντας τελικά καμία ευελιξία κινήσεων». Αυτό, όπως είπε, «δημιουργεί ένα έωλο νομικό καθεστώς για την Επιτροπή».
Σε αντιπαραβολή έφερε το νόμο Βασιλειάδη, με τον οποίο «είχε γίνει μία προσπάθεια να δοθούν στην Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού εργαλεία, μέσω αυτονόμησής της και δυνατότητας αυτοτελών πόρων».
Τα βασικά σημεία της εισήγησης του κ. Μωραΐτη:
-
Στη συζήτηση επί του αθλητικού νομοσχεδίου σήμερα στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων, ο Υφυπουργός Αθλητισμού έκανε λόγο περί «αθλητικής μεταρρύθμισης», ανέφερε ότι μπήκε «τέλος» σε μία σειρά από παθογένειες και παρουσίασε ως επίτευγμα τη δήθεν «ανανέωση» στις εκλογές των αθλητικών Ομοσπονδιών. Το τί όμως συνέβη στις εκλογές των Ομοσπονδιών είναι καταγεγραμμένο στο χώρο του αθλητικού κινήματος αλλά και στη συνείδηση της κοινωνίας. Τον κ. Αυγενάκη συνοδεύει πλέον ένα αρνητικό πρόσημο γύρω από την προσπάθειά του να χειραγωγήσει και να ελέγξει το αθλητικό κίνημα, από το οποίο έλαβε βέβαια μία αρκετά σκληρή απάντηση.
-
Αν πραγματικά ήθελε η κυβέρνηση να «σπάσει αυγά», αν πραγματικά ήθελε να έρθει σε ρήξη με συμφέροντα, θα έπαιρνε στο νομοσχέδιο αυτό γενναίες αποφάσεις.
-
Ως αντιπολίτευση είχαμε και έχουμε τη διάθεση να στηρίξουμε τέτοιες γενναίες αποφάσεις. Ωστόσο, ο Υφυπουργός Αθλητισμού περιορίζεται στο να γίνεται τροχονόμος των διαφόρων συμφερόντων.
Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο άτολμο και δέσμιο των συμφερόντων που το κρατούν καθηλωμένο. -
Καμία ρήξη με τις παθογένειες, την αδιαφάνεια και τη διαφθορά.
Μόνο – για άλλη μια φορά – είναι παρούσα η αγωνία άσκησης ελέγχου από τον Υπουργό. -
Ο κ. Αυγενάκης επιλέγει να προβάλει ως αιχμή του αθλητικού νομοσχεδίου το ιδιώνυμο – κάτι διόλου παράξενο – αφού στόχος του είναι χαϊδέψει τα αυτιά ενός συντηρητικού ακροατηρίου. Ωστόσο, το ιδιώνυμο έχει δοκιμαστεί και έχει αποτύχει. Η βία και ο χουλιγκανισμός αποτελούν, οπωσδήποτε, σημαντικό πρόβλημα στον αθλητισμό – όμως δεν είναι το μόνο.
-
Το ελληνικό ποδόσφαιρο βρίσκεται στο χειρότερο σημείο της μεταπολίτευσης και χρειάζεται να αλλάξουμε την κατάσταση αδιαφάνειας που επικρατεί. Η αναδιάρθρωση των κατηγοριών είναι άμεσα συνδεδεμένη με την Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού, που αποτελεί βασικό μέρος του νομοσχεδίου. Περιμένουμε μία πειστική απάντηση από τον Υπουργό για το πώς αυτή η Επιτροπή, στο μικρό χρονικό διάστημα που απομένει μέχρι την έναρξη των πρωταθλημάτων, θα ελέγξει τις 36 ΠΑΕ της Super League 2, με τα ελλιπή εργαλεία που διαθέτει, τους λιγοστούς πόρους και το περιορισμένο ανθρώπινο δυναμικό.
-
Με το νόμο Βασιλειάδη είχε γίνει μία προσπάθεια να δοθούν στην Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού εργαλεία, μέσω αυτονόμησής της και δυνατότητας αυτοτελών πόρων. Ωστόσο, το νομοσχέδιο του κ. Αυγενάκη, δημιουργεί ένα έωλο νομικό καθεστώς για την Επιτροπή. Ενώ περιγράφει τη δημιουργία μίας Ανεξάρτητης Αρχής, που δεν υπόκειται στον έλεγχο του Υπουργού, στην πραγματικότητα καταργεί ακριβώς αυτό το στοιχείο, αφού τα μέλη της Επιτροπής διορίζονται από τον Υπουργό και τα οικονομικά της εξαρτώνται άμεσα από τον προϋπολογισμό του Υπουργείου – μην έχοντας τελικά καμία ευελιξία κινήσεων.