Ο Γ. Βαρεμένος για τον Νίκο Κουτσογιάννη: Ο Κουτσογιάννος και τα ορφανά του Παναιτωλικού – αναλυτικά όσα αναφέρει:
Πρέπει να είμασταν στο δημοτικό. Τότε που γυρίζαμε απ’ το σχολείο και, πετώντας από μακρυά την τσάντα, τρέχαμε να παίξουμε ποδόσφαιρο μέχρι που η μέρα θάμπωνε και δεν μπορούσαμε πιά να δούμε την μπάλα, αυτή την δύστροπη θεά. Το βράδυ η καημένη μάνα, που δεν της έφθαναν τα βάσανα μιάς ολόκληρης μέρας, ξύπναγε μερικές φορές και ζέσταινε νερό σε μια λεκάνη, προκειμένου να βάλουμε μέσα τα πόδια και να ανακουφισθούμε από τους πόνους, μετά το εξαντλητικό …μεροκάματο στο γήπεδο της Πολεμίστρας, εκεί που βρίσκονται σήμερα τα σχολεία και, πλέον, μου είναι οικεία ως εκλογικά κέντρα!
Το απομεσήμερο κάθε δεύτερης Κυριακής ο Παναιτωλικός είχε αγώνα. Ο πατέρας τον μόνο αγώνα που γνώριζε ήταν ο ολοήμερος στα χωράφια. Γι’ αυτόν, ο Παναιτωλικός ήταν μια παράλληλη θρησκεία, που όταν βρισκόταν Κυριακή απογευματάκι στον κάμπο, άκουγε τον απόηχο από τις ιαχές των πιστών της, κάθε φορά που έμπαινε γκολ. Ήταν οι μέρες που εμείς γινόμασταν τα ορφανά του Παναιτωλικού, έξω από την νότια πλευρά, και περιμέναμε να μας πάρει κάποιος και να μας βάλει σαν δικό του παιδί μέσα στον περίεργο ναό. Η αγωνία ήταν μεγάλη μήπως αυτός που έκοβε τα εισιτήρια αμφισβητούσε την “υιοθεσία” και μας άφηνε απ’ έξω. Την διαδεχόταν η άφατη αγαλλίαση όταν περνούσαμε την τσίγκινη πόρτα και οι προσωρινοί γονείς μας άφηναν να πάμε μπροστά, πίσω ακριβώς από τα δίχτυα του τέρματος, αφού είμασταν μικρά και δεν κόβαμε την θέα προς ολόκληρο το χωμάτινο γήπεδο. Εκεί ακριβώς, όταν η μπάλα ερχόταν μετά από σέντρα και βολέ του αξέχαστου Βασίλη Μήτσου, αυτού του διαμαντιού της μπάλας και της ζωής, νόμιζες ότι θα τρυπήσει τα δίχτυα και θάρθει κατά πάνω, ώστε και συ να νοιώσεις ότι παίρνεις μέρος στο ποδοσφαιρικό δράμα.
Λίγο αργότερα, από εκεί ακριβώς έβλεπες να κατέρχεται σαν αφηνιασμένο άτι ο Νίκος Κουτσογιάννης, που μας άφησε προχθές, κινώντας για το αιώνιο ταξίδι. Ο αγαπημένος Κουτσογιάννος της εξέδρας, που θα μπορούσες να τον πεις κουτσό ποδοσφαιρικά, με την έννοια ότι το αριστερό το είχε μόνο για να περπατάει κι έκανε με το δεξί τα μαγικά του, σαν ένας άλλος Χουντίνι πάνω στο γαρμπίλι.
Το ποδόσφαιρο τότες δεν είχε τις σημερινές ταχύτητες. Ο Νίκος Κουτσογιάννης τις αναπλήρωνε με το στυλ, την κλειστή ντρίμπλα και την ευθυβολία. Κάπως έτσι μου προκύπτει το ποδοσφαιρικό του προφίλ μέσα στην αχλύ του χρόνου. Πάνω απ’ όλα, ο μακαρίτης πλέον Νίκος ήταν μια φιγούρα που, με την αύρα της, κέντριζε το λαϊκό φαντασιακό και ενσάρκωνε τα ποδοσφαιρικά όνειρα των φιλάθλων.
Λένε ότι πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια. Αν ισχύει αυτό, τότε η δική μας πατρίδα είχε τους πρωταγωνιστές, αν όχι τους ήρωές της. Ένας απ’ όλους αυτούς ήταν ο Νίκος Κουτσογιάννης.
Όσο για την τρέλλα με το ποδόσφαιρο, επικαλούμαι σαν άλλοθι τον αγαπημένο Γκαλεάνο: «Με ελκύει η ομορφιά του ποδοσφαίρου. Όταν παίζεται καλά, το παιγνίδι είναι ένας χορός με μια μπάλα.»