“Είναι νομίζω δύσκολο στο λεξικό των συμβόλων να βρεις κάτι πιο δυνατό νοηματικά από τα γεφύρια.
Είναι γιατί αυτά συνενώνουν τους τόπους, δένουν τις οικονομίες, συναντούν τους πολιτισμούς, σμίγουν τη διαφορετικότητα, στεριώνουν τις κοινωνίες.
Δεν είναι τυχαίο που οι λαοί παντού έντυσαν τα γεφύρια τους με θρύλους και παραδόσεις κομψοτεχνήματα. Η ελληνική παράδοση έχει ουκ ολίγες παρόμοιες αναφορές.
Σήμερα, είναι αλήθεια, όταν ξεφεύγουμε από την έπαρση και την μπλαζέ λογική του «εντάξει δεν έγινε και τίποτα», βλέπουμε με δικαιολογημένο θαυμασμό τις σύγχρονες γέφυρες, επιτεύγματα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής και της προηγμένης τεχνολογίας.
Όταν όμως κοιτάζουμε προς τα πίσω, μέσα στους αιώνες, τα πέτρινα γεφύρια – αριστουργήματα της εμπειρικής αρχιτεκτονικής, τότε μένουμε έκθαμβοι και δεν μπορούμε να μην αναφωνήσουμε «μεγαλύνομε τα έργα σου άνθρωπε».
Εκεί διακρίνουμε το ανθρώπινο αποτύπωμα σε απόλυτη αρμονία και λειτουργία με τη φύση και το φυσικό περιβάλλον.
Όμως είναι ιδιαίτερα μελαγχολικό ένα γκρεμισμένο γεφύρι. Και συνήθως τέτοιες εικόνες προκαλούν συνειρμούς που ανατρέχουν σε γεγονότα και καταστάσεις σκληρές και δύσκολες για τις κοινωνίες.
Εποχές συγκρούσεων, πολέμων και ερήμωσης.
Επτά δεκαετίες πριν, το γεφύρι του Κόρακα, ανατινάζονταν για να χωρίσει ακόμη περισσότερο μια Ελλάδα ήδη χωρισμένη, για λόγους και αιτίες που δεν είναι της ώρας.”